- ζεΐνη
- ηβοτ. πρωτεΐνη που εξάγεται από τους κόκκους τού αραβοσίτου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. zeine < νεολατ. zea (< ζέα «είδος αγρωστώδους φυτού») + κατάλ. -ine (πρβλ. -ίνη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek